ηχολόι

ηχολόι
και αχολόι, το
1. ηχολόγημα
2. ήχοι με ρυθμό και διάρκεια, επομ. άσμα, τραγούδι («αρμονικό κι ολόγλυκο αχολόι», Κρυστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηχόςαχός*) + -λόι (< -λόγιον < λόγος), πρβλ. συγγενο-λόι, αρχοντο-λόι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • ηχολόγημα — το παραγωγή ήχων, αντήχηση, αντίλαλος, αχολόγημα, ηχολόι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηχολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”