- ηχολόι
- και αχολόι, το1. ηχολόγημα2. ήχοι με ρυθμό και διάρκεια, επομ. άσμα, τραγούδι («αρμονικό κι ολόγλυκο αχολόι», Κρυστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηχός (ή αχός*) + -λόι (< -λόγιον < λόγος), πρβλ. συγγενο-λόι, αρχοντο-λόι].
Dictionary of Greek. 2013.